Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011



ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ

Συνέντευξη στην εφημερίδα Σημερινή

by Giannis Melesios on Thursday, August 18, 2011 at 3:10pm

Ενάντια σε κάθε γλυκανάλατο πόνημα

| Εκτύπωση | 14/08/2011 | Της Γεωργίας Αναστασίου

«Ταμάρα», ένα έργο πολυεπίπεδο βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα

Πρόκειται για μια συγκλονιστική, αληθινή ιστορία αγάπης, μεταξύ μιας νεαρής Σοβιετικής κατασκόπου και ενός Κύπριου φοιτητή.

Ο Γιάννης Μελέσιος, βραβευμένος με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας με το έργο του «Ο γιος της καταιγίδας», επιστρέφει και μας μιλά για το νέο του μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Ταμάρα». Ένα έργο πολυεπίπεδο, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Η ιστορία είναι ερωτική, αλλά το κουκούλι της υφαίνεται στον ιστό μιας ιστορικής πραγματικότητας, που καταγράφεται χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος, προσπαθώντας να δώσει την «καταγωγική εικόνα» μιας πολιτείας που χάθηκε, χωρίς ακόμα η ιστορική έρευνα να φωτίσει τα σκοτάδια για να έρθει στο φως η αλήθεια.

Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό είναι το τρίτο σας μυθιστόρημα και το τέταρτο κατά σειράν έργο σας, αν συμπεριλάβω και το «Αραξοβόλι των αναμνήσεων», που αποτελείται από μια νουβέλα και πέντε διηγήματα. Πείτε μας λίγα λόγια για το νέο σας έργο.

Θα μπορούσα με δυο λόγια να πω ότι το «Ταμάρα» είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που ενώ το εξωτερικό του περίβλημα είναι μια αληθινή ερωτική ιστορία, το εσωτερικό του, δηλαδή το περιεχόμενό του, αποτελείται από ιστορικά, κοινωνικο-ιδεολογικά αλλά και φιλοσοφικά στοιχεία.

Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον, αλλά επιτρέψετέ μου να επισημάνω ότι αυτό είναι λιγάκι ριψοκίνδυνο. Πώς μπορούν να συμβιβαστούν και να χωρέσουν αυτά τα στοιχεία σ’ ένα ερωτικό μυθιστόρημα, χωρίς να αφαιρούν το συναίσθημα ή την αισθητική του;

Δεν νομίζω να είναι ασυμβίβαστα, γιατί η ζωή είναι συνυφασμένη με αυτές τις έννοιες, επηρεάζουν και καθορίζουν πολλές φορές τη ζωή μας. Έχω, επομένως, την άποψη ότι η λογοτεχνία πρέπει να λειτουργεί έτσι, που να τολμά να αγγίζει θέματα της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής ζωής, να προβληματίζει, να ανατρέπει και να αγωνίζεται, για να φέρνει την αλήθεια στο φως. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι δέκτης αλλά και πομπός των εκάστοτε κοινωνικών προβλημάτων, να εκφράζει την αγωνία και τον προβληματισμό της κοινωνίας των πολιτών και ειδικά της πιο πρωτοποριακής πολιτικής σκέψης. Προσωπικά είμαι ενάντια σε κάθε γλυκανάλατο πόνημα, που στοχεύει στην ακουστική αισθητική του αναγνώστη χωρίς να προβληματίζει, να νουθετεί και να καθοδηγεί. Δεν είμαι για να αποκοιμίζω, να ευνουχίζω, αφαιρώντας το γλυκό οργασμό της σκέψης, την ενεργό συμμετοχή του πολίτη στα κοινωνικά δρώμενα.

Ναι, αλλά δεν κινδυνεύει να χαρακτηριστεί το έργο σας σαν ένα πολιτικό κήρυγμα κι εσύ ένας προπαγανδιστής των δικών σας πολιτικο-ιδεολογικών επιλογών;

Κατηγορηματικά όχι. Η ερωτική ιστορία, ενώ αποτελεί το καλύτερο άλλοθι για να ειπωθεί η αλήθεια γύρω από ορισμένα θέματα χωρίς όρους, δεν παύει να είναι καταπληκτική, θα έλεγα μια μοναδικά δροσερή σύγχρονη ιστορία, γιατί είναι αληθινή. Πιστεύω ότι θα γοητεύσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Πρόκειται για μια συγκλονιστική, αληθινή ιστορία αγάπης, μεταξύ μιας νεαρής Σοβιετικής κατασκόπου και ενός Κύπριου φοιτητή. Οι βασικοί πρωταγωνιστές βρίσκονται εν ζωή και είχα μια θαυμαστή συνεργασία μαζί τους για τη δομή της προσωπικής τους ιστορίας, αλλά και τις απόψεις που εκφράζονται.

Αυτά που θέλαμε να ειπωθούν περνούν ανυποψίαστα μέσα στους διαλόγους και στα βιώματα των ηρώων μου. Ο αναγνώστης, όμως, πρέπει να διαθέτει έμπειρο μάτι αλλά και γνώσεις για να καταδυθεί κάτω από την επιφάνεια και να τα εντοπίσει. Απ' εκεί και πέρα επαφίεται στον ίδιο αν θα υιοθετήσει ή θα απορρίψει ορισμένα πράγματα. Οι υπόλοιποι απλώς θα απολαύσουν την άγρια ομορφιά μιας αληθινής ερωτικής ιστορίας.

Αναφέρατε μεταξύ άλλων στοιχείων που βρίσκονται στον πυρήνα του έργου σας και το φιλοσοφικό. Μπορείτε να γίνετε πιο συγκεκριμένος;

Ναι, φυσικά. Αναφέρομαι πολύ εκλαϊκευμένα στις φιλοσοφικές απόψεις του Σωκράτη, όπως τουλάχιστον μας τις μεταφέρει ο Πλάτωνας στην «Ιδανική πολιτεία». Μελετώντας, λοιπόν, τις απόψεις του μεγάλου ιδεαλιστή Έλληνα φιλοσόφου, κατέληξα σε κάποια συμπεράσματα και απόψεις που εκφράζονται με παρρησία και τα οποία έχουν σχέση με τη σοβιετική κοινωνία και τους λόγους κατάρρευσής της. Πιστεύω πως άφησα τους ήρωές μου ελεύθερα να σκιαγραφήσουν τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή την εξέλιξη, που έμελλε να στρέψει τους δείκτες της ιστορίας σε άλλες κατευθύνσεις. Οι ίδιοι θα κάνουν τελικά και τον απολογισμό μιας δύσκολης, αλλά και ένδοξης πορείας που ακολούθησε τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και να αποδώσουν ευθύνες.

«Δεν αποδίδω ιδιαίτερη σημασία στα βραβεία»

Έχετε βραβευτεί το 2006 με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας με το έργο σας «Ο γιος της καταιγίδας». Αυτό πιστεύω πως ανεβάζει τον πήχη ακόμα ψηλότερα, αφού το αναγνωστικό κοινό περιμένει κάτι το ίδιο αξιόλογο ή ακόμα και καλύτερο. Το «Ταμάρα» θ’ αντέξει τη σύγκριση με το προηγούμενό σας έργο;

Αισθάνομαι τις ευθύνες αφού είχα την «ατυχία», ας πούμε, να τύχω αυτής της τιμητικής διάκρισης πολύ νωρίς και θεωρώ φυσιολογικό το αναγνωστικό κοινό να έχει πάντα ως μέτρο σύγκρισης το «Γιο της καταιγίδας». Δεν αποδίδω ιδιαίτερη σημασία στα βραβεία και είναι λάθος να βρίσκεται κάποιος σ’ ένα διαρκές κυνηγητό για να αποκομίσει βραβεία και δάφνες. Αυτό που είναι υγιές και αυτονόητο είναι να βελτιώνεσαι, και να υπηρετείς τη λογοτεχνία και τον άνθρωπο, όταν έχεις κάτι σπουδαίο να πεις στον αναγνώστη, διαφορετικά καλύτερα να σωπαίνεις. Από αυτή την άποψη, έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ότι κάνω αυτό που πρέπει. Ο κόσμος στο τέλος θα κρίνει αν είχα κάτι να πω και αν ειπώθηκε με τον καλύτερο τρόπο.

Η τελευταία μου ερώτηση πριν σας ευχαριστήσω αφορά την ημερομηνία κυκλοφορίας του μυθιστορήματος, που ο κόσμος θα το γνωρίσει με τον τίτλο «Ταμάρα».

Μόλις κυκλοφόρησε.


Κύριε Γιάννη Μελέσιε, να σας ευχαριστήσω για τη συνέντευξή σας και να σας ευχηθώ κάθε επιτυχία στο μέλλον.

Κι εγώ θα ήθελα να ευχαριστήσω που μου δώσατε αυτή την ευκαιρία.

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Βιβλιοπαρουσίαση - Ταμάρα


Η παρουσία σας θα μας τιμήσει ιδιαίτερα!

Γιάννης Μελέσιος

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Κριτική για την Ταμάρα από την Μαρία Στυλιανού

MIA AΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΕΛΕΣΙΟΥ

«ΤΑΜΑΡΑ»

Έχουν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από την έκδοση εκείνου του αξέχαστου μυθιστορήματος του Γιάννη Μελέσιου, «Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ», (2006), που πανάξια απέσπασε και το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας του υπουργείου παιδείας και πολιτισμού. Κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι ο Γιάννης Μελέσιος έχει στεγνώσει από ιδέες και ότι περνά μια άγονη από εμπνεύσεις περίοδο, αφού το νέο του μυθιστόρημα το χωρίζει μεγάλη χρονική περίοδος από το προηγούμενο έργο του. Φυσικά, μεσολάβησε το «Αραξοβόλι των αναμνήσεων», μια συλλογή διηγημάτων και μιας νουβέλας. Εγώ που τυγχάνει να γνωρίζω καλά τις απόψεις του για την λογοτεχνία, τον σεβασμό με τον οποίο προσεγγίζει τον αναγνώστη και το βιβλίο καθώς και τη τελειομανία που τον διακατέχει σας διαβεβαιώνω ότι είναι οι μοναδικοί λόγοι που ευθύνονται γι αυτή τη «δυστοκία», ας πούμε, στην έκδοση των έργων του.

Αυτή τη φορά μας έρχεται μ’ ένα νέο μυθιστόρημα, το «Ταμάρα». Ένα έργο πολυεπίπεδο βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα έργο. Η ιστορία είναι ερωτική αλλά το κουκούλι της υφαίνεται στον ιστό μιας ιστορικής πραγματικότητας που καταγράφεται χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος προσπαθώντας να δώσει την «καταγωγική εικόνα» μιας πολιτείας που χάθηκε χωρίς ακόμα η ιστορική έρευνα να φωτίσει τα σκοτάδια για να έρθει στο φως η αλήθεια. Κι αυτό γιατί ο υποκειμενισμός αλλά και η ενσυνείδητη διαστρέβλωση των γεγονότων για καθαρά πολιτικούς λόγους δεν βοήθησαν να διαμορφωθεί μια αντικειμενική εικόνα των πραγμάτων. Μιλώ βέβαια για τη Σοβιετική Ένωση και τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν στην πτώση τόσο της ίδιας όσο και των άλλων χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού.

Αλλά προς Θεού, μην νομισθεί ότι το βιβλίο αυτό είναι πολιτικό και μάλιστα πως υπηρετεί κάποιο πολιτικό χώρο. Κάθε άλλο. Οι απόψεις που διαμορφώνουν τελικά την αλήθεια βρίσκονται στους διαλόγους, στις απόψεις των πρωταγωνιστών, στην ίδια τη ζωή αλλά πάνω απ’ όλα στην πονεμένη ερωτική ιστορία που λειτούργησε σαν φίλτρο για να συγκρατήσει στοιχεία απαραίτητα στην ανάλυση και στη σύνθεση της αλήθειας. Στα γεγονότα λοιπόν, στους ανυποψίαστους διαλόγους του απλού σοβιετικού πολίτη, στην τροπή της ιστορίας που στριμώχτηκε στη μέγγενη ιδεολογικών και πολιτικών στρεβλώσεων βρίσκεται η πραγματική αλήθεια. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος που ο Γιάννης Μελέσιος προχώρησε στη συγγραφή αυτού του λογοτεχνικού έργου. Η λογοτεχνία έχει αποστολή και έργο να επιτελέσει και ο συγγραφέας μας μπορώ να πω πως βρίσκεται μπροστάρης σ’ αυτή τη σοβαρή αποστολή, τη μεστή με νόημα και περιεχόμενο.

Η γλώσσα και τα εκφραστικά μέσα του Γιάννη Μελέσιου είναι γνωστά. Ρωμαλέα γραφή με τις ψηφίδες που συνθέτουν τον λόγο του σμιλεμένες καλά από το ταλέντο που του χάρισε ο Θεός. Έχει ειπωθεί αρκετές φορές από αναλυτές του έργου του ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες και χαρακτηριστικά στην τέχνη της αφήγησής του με τον Παπαδιαμάντη, τον Ντοστογιέφσκι. Μερικοί μάλιστα τόλμησαν να τον παρομοιάσουν με τον Καζαντζάκη. Τίποτα απ’ όλα αυτά, είναι η δική μου προσωπική γνώμη. Ο Γιάννης Μελέσιος είναι ο Γιάννης Μελέσιος. Έχει τη δική του προσωπικότητα και με αυτήν πορεύεται στο δύσβατο δρόμο της λογοτεχνίας. Ο Γιάννης Μελέσιος είναι διαλεκτικός, ονειροπόλος και βαθειά συναισθηματικός αλλά πάνω απ’ όλα χάριν στις δυνατές και ζωντανές περιγραφές του είναι κινηματογραφικός συγγραφέας και τα μυθιστορήματά του με τις διαδοχικές εικόνες γεμάτες με χρώμα και ήχο συνθέτουν κινηματογραφικά έργα από μόνα τους. Ο Γιάννης δεν αρκείται απλά να περιγράφει αλλά παράλληλα και να σκηνοθετεί τα έργα του. Δανείζομαι την άποψη της αείμνηστης Μόνικας Βασιλείου που είπε χαρακτηριστικά σε μια παρουσία του μυθιστορήματός του, «Κάπα»: «Όλα του τα μυθιστορήματά τα διάβασα με μεγάλη ευχαρίστηση. Κάθε φορά που βυθιζόμουν στα βιβλία του είχα την αίσθηση ότι πατούσα το κουμπί της τηλεόρασής μου και παρακολουθούσα μια κινηματογραφική χολιγουντιανή ταινία. Παίρνω στην τύχη ένα απόσπασμα για να πάρετε μιαν ιδέα αυτού του χαρίσματος.

«Το «Γκρούζια» με το επιβλητικό σφυροδρέπανο στην τσιμινιέρα έμπαινε νωχελικά στο λιμάνι της Οδησσού γλιστρώντας νωχελικά πάνω στα παγωμένα νερά με το πρώτο της ημέρας φως. Η κόρνα του, ένας υπόκωφος, βραχνός βρυχηθμός ανακύλησε πάνω στη ράχη της θάλασσας που εκείνη την ώρα λίκνιζε νωχελικά το κορμί της στο ανεμοτάραμα του πρωινού λεβάντε.

Μερικοί επιβάτες ανέβηκαν στο κατάστρωμα με τις τσίμπλες ακόμα στα μάτια. Ακουμπώντας τη νύστα τους στα ρέλια, χάζευαν πότε στη πρύμνη, όπου ο ήλιος ξετρύπωνε από τον κόρφο της ανατολής και πότε στην πλώρη, όπου μέσα στην πρωινή ομίχλη ξυπνούσε στάζοντας ρούσικη χλωμή ομορφιά η Οδησσός». Εικόνες αξιοθαύμαστες, τρισδιάστατες, γεμάτες ήχο, χρώμα και κίνηση βγαλμένες λες απ’ την παλέτα κάποιου ζωγράφου της αναγέννησης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Γιάννη Μελέσιου είναι η ικανότητα να σκιαγραφεί με αξιοθαύμαστη ικανότητα τους ήρωές του. Μέσα από τους διαλόγους διαφαίνονται καθαρά όχι μόνο τα φυσικά τους χαρακτηριστικά αλλά και οι ψυχοσύνθεση και ο χαρακτήρας ενός εκάστου όσο λίγος κι αν είναι ο ρόλος που διαδραματίζει στην ιστορία. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα απόσπασμα από το «Ταμάρα» όπου οι πρωταγωνιστές είναι ναυτικοί. Τους ναυτικούς χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση. Είναι ως επί το πλείστον άνθρωποι που βρίσκουν καταφύγιο στο ναυτικό επάγγελμα για να επιβιώσουν αφού δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στην κοινωνία. Διακατέχονται από κάποιου είδους ντιλεταντισμό που τους οδηγά στη θάλασσα και στη περιπέτεια. Διαβάζω ένα σχετικό απόσπασμα.

«-Ναι, ρε, καλά λες. Ν’ ανέβουμε απάνω να πάρουμε κάνα καραφάκι ούζο, λέω εγώ. Πετάχτηκε ο Φερτεούζας ενθουσιασμένος.

-Το βιολί του αυτός! Ούζο και ούζο και καραφάκι.. στο διάολο πιά! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια

με το ούζο σου! Θύμωσε το Κρητικάτζι που βαρέθηκε να τον ακούει. Ο μαστρο-Κυριάκος κατάπιε παραδόξως τη γλώσσα του.

-Ναι, αλλά οι γυναίκες εδώ; Ε, τι λες; Γυναίκες παιδί μου, γυναικάρες! Είπε νοσταλγικά ο Γιώργος.

-Μωρέ, αυτές τις μικροπουλάδες, γυναίκες τις λες; Νιάνιαρα. Τις απογαλακτίζουν κι ολοταχώς στο μπουρδέλο, παιδί μου! Έλεγε ο μηχανικός με θαυμασμό.

-Κατσικάκι του γάλακτος να πούμε. Αλλά η φτώχεια… του κερατά και τι δεν κάνει, ε; Πεινάει ο κόσμος, ρε συ, γιόμισε το Σουδάν πρόσφυγες απ’ τον πόλεμο στην Ερυθραία.

-Με την ψυχή στο στόμα περνάνε οι άνθρωποι τα σύνορα απ’ το φόβο του θανάτου και της πείνας. Ολάκαιροι συνοικισμοί χτίστηκαν στο άρπα-κόλλα, με χαρτόνια τσιγάρων και ξύλα. Τα είδες πώς είναι κτισμένα; Φτώχεια καταραμένη κι αθλιότητα.

-Πώς να μην το κάνουν για ένα κομμάτι ψωμί; Δεν είναι για να μην απορεί κανείς. Ξέρεις πόσο μας στοίχισε; Πενταροδεκάρες. Κάτσε να δεις. Για μια νυχτιά δώσαμε πέντε δολάρια στην πατρώνα, δυο σ’ αυτήν την κωλόγρια που έφερε τα σεντόνια, και κάτι στις μπίρες… Πόσο δώσαμε ρε; Ρώτησε ο μηχανικός.

-Πόσο; Δέκα… δώδεκα δολάρια; Τόσο δε δώσαμε; Ρώτησε τον Γιώργο να το επιβεβαιώσει.

-Ναι, τόσο, απάντησε εκείνος αφού σκέφτηκε λίγο.

Ο μαστρο-Κυριάκος σταυροκοπιόταν για τα απίστευτα που συνέβαιναν σ’ εκείνο τον τόπο.

-Περπατάς και οι μουλάδες καραούλι στο δρόμο να σου πουλήσουν το παιδί τους, τη γυναίκα, την αδερφή τους, συνέχισε ο μηχανικός. Τι ξεπεσμός και κατάντημα είν’ αυτό; Μπορεί οι αποικιοκράτες να φύγανε απ’ την πόρτα αλλά επέστρεψαν απ’ το παραθύρι με τις πολυεθνικές τους. Στην ουσία εξακολουθούνε να κάνουν κουμάντο και να τους κρατάνε στην απόλυτη φτώχεια. Κι όλοι μιλάνε ελληνικά. Ο μηχανικός έδωσε τη δική του εξήγηση.

-Ελληνικά της πλάκας δηλαδή, παρενέβη ο γραμματικός.

-Καλά, όσα είναι απαραίτητα για τη μπίζνα. «Έλα ρε Αντρέα», ξέρουν ότι στην Ελλάδα οι μισοί είναι Αντρέηδες, «Αυτό καλό πράμα, ρε, αυτό αντερφή μου. Ντώσε, ρε, και πάρε κουρίτσι στο παπόρι». Έτσι, στα ίσα να πούμε. Εμείς παιδιά με τον Έιτζιακ και τον Γιώργο, πήγαμε σ’ ένα τεκέ. Τραβήξαμε μια τζούρα μαύρο, πρώτο πράμα! Κάπνιζαν όλοι μαζί, αβέρτα-κουβέρτα. Απονευρωμένοι. Να κάτι μαρκούτσια σαν φουγάρα χαλυβουργικής ν’ ανεβαίνουν από ένα πύλινο δοχείο όπου καιγόταν το χασίς. Ρουφούσες και… δε σου λέω τίποτα. Το ’νιωθες το γαμημένο να φτάνει μέχρι τον πάτο σου! Μετά πήγαμε σ’ ένα μπουρδέλο αλλά καλό, ε, χτισμένο με πέτρα, απ’ την εποχή της αγγλοκρατίας, μας είπαν. Ρίχνω, που λες, ένα βλέφαρο μέσα, και τι βλέπω νομίζεις; Παιδομάζωμα, δικέ μου!

-Τι λες, ρε, στα… φασκιά δηλαδή, έξυσε το κεφάλι ο Κρητικός κοροϊδευτικά.

-Τι, δεν με πιστεύεις δηλαδή; Ντροπή μου να σας κοροϊδεύω, παιδιά. Πού ’ν’ τος ο Έιτζιακ; Ρωτήστε τον. Το μεγαλύτερο κορίτσι, σου λέω, ήτανε δεν ήτανε δεκαπέντε. Είχανε μια σειρά ξύλινα δαχτυλίδια στα ποδαράκια, βερνικωμένα απ’ τη λίγδα. Τα πηδούσες και κουδούνιζαν ρυθμικά σαν προβατάκια. Γέλασα με την καρδιά μου. Εγώ ζήτησα να πηδήξω την πατρόνα τους. Ήτανε γύρω στα τριάντα. «Όγκι», μου λέει. «Λα, λα μισιάνα, εγκώ όγκι». «Τι όγκι, μωρή Παναγιώτα, της λέω. Αυτά είναι βρέφη».

-Ακούς εκεί Παναγιώτα η αραπίνα! Και.. γιατί Παναγιώτα, ρε, πώς σου ήρθε;

-Έτσι μ’ αρέσει να λέω τις πουτάνες, ρε, σου φέρνει κάνα ζόρι;

-Όχι, ρε, μην τσαντίζεσαι, αλλά… ακούς εκεί Παναγιώτα!

-Εσύ γραμματικέ, πολύ μουλωχτός μου είσαι. Δεν πήγες για κανένα τίκι-τάγκα να βγάλεις κάνα ζουρό; Ρώτησε ο Μιχάλης κλείνοντας το μάτι στους υπόλοιπους.

-Τι τίκι-τάγκα μου λες, ρε φίλε, που μου την έκανε τη δουλειά ο Μακάκος; Είναι κι αυτό το σύνθετο, ρε γαμώτο, επανέλαβε τη γνωστή επωδό που έκανε όλους να γελάσουν με την καρδιά τους.

-Παιδιά, στην Ιαπωνία είναι διαφορετικά τα πράγματα. Έχει πιάσει ποτέ κανείς σας Ιαπωνία; Διέκοψε σκόπιμα ο μηχανικός που είδε τον γραμματικό να μαυρίζει απ’ το κακό του. Σταμάτησε κοιτάζοντάς τους ένα-ένα στα μάτια. Ύστερα συνέχισε την κουβέντα γεμάτος έπαρση αφού διαπίστωσε πως κανένας δεν είχε φθάσει εκεί που έφθασε η χάρη του.

-Είχαμε πιάσει, που λες, ένα φεγγάρι, Γιοκοχάμα. Βλέπαμε γυναίκα και το μάτι μας γαρίδα. Μόλις δέσαμε, ήρθε ο τροφοδότης. Πέσανε όλοι απάνω του. «κορίτσια, ρε, θέλουμε κορίτσια. Ο άνθρωπος, ένας κιτρινιάρης με σχιστά μάτια, γέλασε. Μας φορτώνει όλους σ’ ένα μικρό φορτιγάκι και μας πάει σ’ ένα «σπίτι». Εκεί να δεις γυναίκα. Κάτσε καλά, ε. Κάτι φατσούλες από πορσελάνι, σαν ψεύτικες σου λέω. Κι ένα μαλλί μαύρο, χοντρό, αλογότριχα. Να, ίσαμε δω έφτανε. Σηκώθηκε απάνω κι έφερε σπαθωτή την παλάμη στα μεριά του.

-Εδώ θα φάμε καλά, σκέφτηκα. Είχαμε μαζί μας και κάποιον Αργύρη θερμαστή από Αμαλιάδα μεριά. Παλιά καραβάνα στο επάγγελμα, απ’ τον καιρό του πετροκάρβουνου του ’χε μείνει το παρατσούκλι που τάιζε τις μηχανές. «Για ρώτα, ρε συ Κυριάκο, που μιλάς αγγλικά, πόσο κάνει το… τέτοιο». Μου κλείνει το μάτι και μου δείχνει μια από δαύτες. Τώρα, γιατί τη συγκεκριμένη αφού όλες ήτανε, «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα», ακόμα δεν κατάλαβα. Ποια η διαφορά; «Χάου ματς», την ρωτώ. «Του χάντρετ ντόλαρ», μου απαντά εκείνη και αμολά ένα χαμόγελο που τα ματάκια της βούλιαξαν σε δυο σχισμές. Τα δικά μου όμως κόντευαν να πεταχτούν απ’ τη θέση τους, μόλις άκουσα το νούμερο. Έμεινα να κοιτάζω τον μάστρο-Αργύρη, το θερμαστή, άφωνος, μου κόπηκε η μιλιά.

-Παιδιά, θα τρελαθώ. Διακόσα δολάρια για ένα πήδημα, ρε; Χρυσό το έχουν οι πουτάνες; Ρώτησε ανατριχιάζοντας ο γραμματικός.

-Ναι, ρε. Ένα μισθό για ένα πήδημα, αναρωτήθηκα κι εγώ και μου σηκώθηκε η τρίχα. Άκου παρακάτω. «Λέγε, ρε, πόσο κάνει;». Με σκουντά ναυπόμονα ο Αργύρης. «Διακόσα δολάρια», του απαντώ. «Τι λέει, μωρέ το μουνί της! Και δεν τα τρώω λουλάκι να κλάνω έγχρωμα; Να βλέπω την κλανιά μου στον τοίχο και να την χαίρουμαι;». Ε, το τι έγινε δεν φαντάζεστε. Πέσαμε όλοι ξεροί από τα γέλια! Φύγαμε όλοι άπρακτοι, αφού η τιμή δεν βόλευε κανένα.

Γέλασαν φυσικά και οι παρευρισκόμενοι με την καρδιά τους, αφού η ιστορία ήταν πολύ ζουμερή για να συγκρατήσουν τα γέλια.

Απέφυγα σκόπιμα να αναφερθώ στο ερωτικό κομμάτι της ιστορίας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την βασική επιδίωξη του συγγραφέα να αναδείξει όλα εκείνα τα στοιχεία μέσα από τα οποία ο αναγνώστης θα μπορέσει να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα για τις αιτίες που προκάλεσαν την πτώση. Αν ο αναγνώστης δεν παρασυρθεί απ’ την γοητεία της ερωτικής σχέσης των πρωταγωνιστών και κοιτάξει προσεκτικά κάτω απ’ την απαστράπτουσα επιφάνεια της διήγησης και των διαλόγων θα βρει, είμαι σίγουρη, την αλήθεια. Το «Ταμάρα» είναι τελικά ένα μυθιστόρημα που δεν έχει σκοπό μόνο την αισθητική απόλαυση του αναγνώστη αλλά και τον προβληματισμό και το ερέθισμα για μελέτη. Σ’ αυτό συνίσταται νομίζω η αποστολή της λογοτεχνίας.

Μαρία Στυλιανού

Συγγραφέας - Εκδότρια - Αναζητήσεις

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Συνέντευξη στην εφημερίδα Αναζητήσεις

Συνέντευξη Γιάννη Μελέσιου

για το νέο του μυθιστόρημα «Ταμάρα»

Στη Μαρία Στυλιανού

Ερώτηση: Αγαπητέ κύριε Γιάννη Μελέσιε, αντιλαμβάνομαι ότι αυτό είναι το τρίτο σας μυθιστόρημα και το τέταρτο κατά σειράν έργο σας, αν συμπεριλάβω και το «Αραξοβόλι των αναμνήσεων», που αποτελείται από μια νουβέλα και πέντε διηγήματα. Πείτε μας λίγα λόγια για το νέο σας έργο.

Απάντηση: Θα μπορούσε με δυο λόγια να πω ότι το «Ταμάρα» είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που ενώ το εξωτερικό του περίβλημα είναι μια αληθινή ερωτική ιστορία, το εσωτερικό του, δηλαδή το περιεχόμενό του, αποτελείται από ιστορικά, κοινωνικο-ιδεολογικά αλλά και φιλοσοφικά στοιχεία.

Ερώτηση: Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον αλλά επιτρέψετέ μου να επισημάνω ότι αυτό είναι λιγάκι ριψοκίνδυνο. Πώς μπορούν να συμβιβαστούν και να χωρέσουν αυτά τα στοιχεία σ’ ένα ερωτικό μυθιστόρημα χωρίς να αφαιρούν το συναίσθημα ή την αισθητική του;

Απάντηση: Δεν νομίζω να είναι ασυμβίβαστα γιατί η ζωή είναι συνυφασμένη με αυτές τις έννοιες, επηρεάζουν και καθορίζουν πολλές φορές τη ζωή μας. Έχω επομένως την άποψη ότι η λογοτεχνία πρέπει να λειτουργεί έτσι που να τολμά να αγγίζει θέματα της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής ζωής, να προβληματίζει, να ανατρέπει και να αγωνίζεται για να φέρνει την αλήθεια στο φως. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι δέκτης αλλά και πομπός των εκάστοτε κοινωνικών προβλημάτων, να εκφράζει την αγωνία και τον προβληματισμό της κοινωνίας των πολιτών και ειδικά της πιο πρωτοποριακής πολιτικής σκέψης. Προσωπικά είμαι ενάντια σε κάθε γλυκανάλατο πόνημα που στοχεύει στην ακουστική αισθητική του αναγνώστη χωρίς να προβληματίζει, να νουθετεί και να καθοδηγεί. Δεν είμαι για να αποκοιμίζω, να ευνουχίζω αφαιρώντας τον γλυκό οργασμό της σκέψης, την ενεργό συμμετοχή του πολίτη στα κοινωνικά δρώμενα.

Ερώτηση: Ναι αλλά δεν κινδυνεύει να χαρακτηριστεί το έργο σας σαν ένα πολιτικό κήρυγμα κι εσύ ένας προπαγανδιστής των δικών σας πολιτικο-ιδεολογικών επιλογών;

Απάντηση: Κατηγορηματικά όχι. Η ερωτική ιστορία, ενώ αποτελεί το καλύτερο άλλοθι για να ειπωθεί η αλήθεια γύρω από ορισμένα θέματα χωρίς όρους, δεν παύει να είναι καταπληκτική, θα έλεγα μια μοναδικά δροσερή σύγχρονη ιστορία γιατί είναι αληθινή. Πιστεύω ότι θα γοητεύσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Πρόκειται για μια συγκλονιστική, αληθινή ιστορία αγάπης, μεταξύ μιας νεαρής σοβιετικής κατασκόπου και ενός κύπριου φοιτητή. Οι βασικοί πρωταγωνιστές βρίσκονται εν ζωή και είχα μια θαυμαστή συνεργασία μαζί τους για τη δομή της προσωπικής τους ιστορίας αλλά και τις απόψεις που εκφράζονται. Αυτά που θέλαμε να ειπωθούν περνούν ανυποψίαστα μέσα στους διαλόγους και στα βιώματα των ηρώων μου. Ο αναγνώστης όμως πρέπει να διαθέτει έμπειρο μάτι αλλά και γνώσεις για να καταδυθεί κάτω από την επιφάνεια και να τα εντοπίσει. Από εκεί και πέρα επαφίεται στον ίδιο αν θα υιοθετήσει ή θα απορρίψει ορισμένα πράγματα. Οι υπόλοιποι απλά θα απολαύσουν την άγρια ομορφιά μιας αληθινής ερωτικής ιστορίας.

Ερώτηση: Ανέφερες μεταξύ άλλων στοιχείων που βρίσκονται στον πυρήνα του έργου σου και το φιλοσοφικό. Μπορείς να γίνεις πιο συγκεκριμένος;

Απάντηση: Ναι φυσικά. Αναφέρομαι πολύ εκλαϊκευμένα στις φιλοσοφικές απόψεις του Σωκράτη, όπως τουλάχιστον μας τις μεταφέρει ο Πλάτωνας στην «Ιδανική πολιτεία». Μελετώντας λοιπόν τις απόψεις του μεγάλου ιδεαλιστή Έλληνα φιλόσοφου κατέληξα σε κάποια συμπεράσματα και απόψεις που εκφράζονται με παρρησία και τα οποία έχουν σχέση με την σοβιετική κοινωνία και τους λόγους κατάρρευσής της. Πιστεύω πως άφησα τους ήρωές μου ελεύθερα να σκιαγραφήσουν τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή την εξέλιξη που έμελλε να στρέψει τους δείκτες της ιστορίας σε άλλες κατευθύνσεις. Οι ίδιοι θα κάνουν τελικά και τον απολογισμό μιας δύσκολης αλλά και ένδοξης πορείας που ακολούθησε την μεγάλη Οκτωβριανή επανάσταση και να αποδώσουν ευθύνες.

Ερώτηση: Έχετε βραβευτεί το 2006 με το πρώτο κρατικό βραβείο λογοτεχνίας με το έργο σας «Ο γιος της καταιγίδας». Αυτό πιστεύω πως ανεβάζει τον πήχυ ακόμα ψηλότερα αφού το αναγνωστικό κοινό περιμένει κάτι το ίδιο αξιόλογο ή ακόμα και καλύτερο. Το «Ταμάρα» θ’ αντέξει τη σύγκριση με το προηγούμενο σας έργο;

Απάντηση: Αισθάνομαι τις ευθύνες αφού είχα την «ατυχία», ας πούμε, να τύχω αυτής της τιμητικής διάκρισης πολύ νωρίς και θεωρώ φυσιολογικό το αναγνωστικό κοινό να έχει πάντα ως μέτρο σύγκρισης το «Γιο της καταιγίδας». Δεν αποδίδω ιδιαίτερη σημασία στα βραβεία και είναι λάθος να βρίσκεται κάποιος σ’ ένα διαρκές κυνηγητό για να αποκομίσει βραβεία και δάφνες. Αυτό που είναι υγιές και αυτονόητο είναι να βελτιώνεσαι και να υπηρετείς την λογοτεχνία και τον άνθρωπο, όταν έχεις κάτι σπουδαίο να πεις στον αναγνώστη, διαφορετικά καλύτερα να σωπαίνεις. Από αυτή την άποψη έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ότι κάνω αυτό που πρέπει. Ο κόσμος στο τέλος θα κρίνει αν είχα κάτι να πω και αν ειπώθηκε με τον καλύτερο τρόπο.

Ερώτηση: Η τελευταία μου ερώτηση πριν σας ευχαριστήσω αφορά την ημερομηνία κυκλοφορίας του μυθιστορήματος που ο κόσμος θα το γνωρίσει με τον τίτλο «Ταμάρα;».

Απάντηση: Σίγουρα σε λιγότερο από δυο μήνες.

Ερώτηση: Κύριε Γιάννη Μελέσιε, να σας ευχαριστήσω για την συνέντευξή σας και να σας ευχηθώ κάθε επιτυχία στο μέλλον.

Απάντηση: Κι εγώ θα ήθελα να ευχαριστήσω τόσο εσάς προσωπικά όσο και τις Αναζητήσεις, που μου δώσατε αυτή την ευκαιρία.

Ταμάρα, το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Μελέσιο, σύντομα κοντά σας.
Κατηγορία: Αληθινές ιστορίες.